- καταπήγνυμι
- καταπήγνυμι και καταπηγνύω (Α)1. μπήγω κάτι στερεά κάπου, κυρίως στη γη2. μτφ. κρυσταλλώνω3. (για νερό και για έμβια όντα) παγώνω, κρυσταλλώνομαι, κρουσταλλιάζω4. παθ. (στον παρκμ. και υπερσ.) είμαι μπηγμένος ή στερεωμένος μέσα σε κάτι («ἰὸς ἐν γαίῃ κατέπηκτο», Ομ. Ιλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + πήγνυμι «καρφώνω, παγώνω»].
Dictionary of Greek. 2013.